γράφει ο Μπάμπης Θ. Τριανταφυλλίδης

Το τι γίνεται στην Δυτική Μακεδονία το τελευταίο διάστημα το γνωρίζουμε όλοι, λόγω των προνομίων που έχουν δοθεί από το ΥΠΕΝ για ΑΠΕ στην περιφέρεια, στο πλαίσιο πάντα της απολιγνιτοποίησης της περιοχής μας. Τα κίνητρα για τους επενδυτές έχουν καταστήσει την περιοχή περιζήτητη με αποτέλεσμα τα ενοίκια να διπλασιαστούν μέσα σε μερικούς μήνες και να εκτιναχθούν τόσο που συχνά ξεπερνούν τα 200 ευρώ το στρέμμα. Και αν τα 200€ και πάνω το στρέμμα, φαντάζουν απίστευτο τίμημα και φυσικά μεγάλο δέλεαρ για τους ιδιοκτήτες των χωραφιών, αυτό που πρέπει τελικά να μας απασχολήσει είναι, όχι το πόσο ακριβά, αλλά πόσα από τα χωράφια θα φτάσουν τελικά σε πραγματικές μισθώσεις και πόσα ιδιωτικά συμφωνητικά θα καταλήξουν στον κάλαθο των αχρήστων.

Αυτήν την στιγμή, σύμφωνα με τους αναλυτές των ενεργειακών ζητημάτων της Δυτικής Μακεδονίας, το 87% των έργων που κατατίθενται για σύνδεση στον ΔΕΔΔΗΕ απορρίπτονται, με τις αρνητικές απαντήσεις να καταφθάνουν καθημερινά στα χέρια των επιχειρηματιών. Αυτό αυτόματα σημαίνει, πως ένα αντίστοιχο 87% των ιδιοκτητών χωραφιών δεν πρόκειται να εισπράξουν ενοίκια, όσο υποσχόμενα συμφωνητικά και να έχουν. Από τη στιγμή που ο αγρός δεν αδειοδοτηθεί, το ακίνητο παύει να είναι χρήσιμο, και η σύμβαση λύεται γιατί κανείς δεν πρόκειται να πληρώσει «αέρα» νοίκια.

Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πόσο εύκολο είναι να υπόσχεται ένας επιχειρηματίας υπέρογκα ποσά ενοικίου, τα οποία μάλιστα δεν θα πληρώσει ποτέ ο ίδιος. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, πίσω κάθε τοπικό επιχειρηματία βρίσκονται πανίσχυρα μεν αλλά πολλές φορές συντηρητικά επενδυτικά funds που αναλαμβάνουν τη χρηματοδότηση των έργων με ένα βασικό όρο που δεν είναι άλλος από τη λήψη άδειας. Μόνο, και μόνο τότε, αρχίζουν να ρέουν κεφάλαια και άρα ενοίκια.

Η κατάσταση όμως γίνεται ακόμα πιο δυσοίωνη για τους ιδιοκτήτες χωραφιών, γιατί εδώ και αρκετούς μήνες το διαθέσιμο δίκτυο ΔΕΔΔΗΕ καθώς και οι υποσταθμοί της περιοχής είναι πλήρως κορεσμένοι, μειώνοντας σε σχεδόν μηδενικές τις πιθανότητες για έναρξη καταβολής ενοικίων.

Σοβαροί επενδυτές, στρέφονται πλέον στην αδειοδότηση ιδιωτικών υποσταθμών προκειμένου να συνδέσουν τα έργα τους, με προϋπολογισμό όμως που ξεπερνά τα 12 εκατ. ευρώ. Καταλαβαίνουμε εύκολα λοιπόν ότι λίγοι από τους πολλά υποσχόμενους επιχειρηματίες έχουν τη δυνατότητα υλοποίησης ενός τέτοιου πλάνου. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων είναι καλό πλέον να κοιτούν με επιφυλακτικότητα το πρόσκαιρο κέρδος που συχνά προσφέρουν οι επιχειρηματίες και να διερωτώνται αν τελικά το ακίνητο τους πρόκειται να μισθωθεί ή όχι.

Στην περιοχή μας αναπτύσσεται το σύστημα των Ενεργειακών Κοινοτήτων που ένας από τους βασικούς πυλώνες του είναι η προστασία των ιδιοκτητών χωραφιών καθώς και του περιβάλλοντος. Τώρα αν μια Ενεργειακή Κοινότητα συμπράξει με ισχυρή οικονομικά και φερέγγυα εταιρία τότε επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή προστασία.

Καλό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Μελίτης, με την Ενεργειακή Κοινότητα Κέλλης και σύμμαχο της την εταιρεία «Προμηθέας» και τον Λάζαρο Παπαδόπουλο που έχουν δρομολογήσει έργο συνολικού προϋπολογισμού 200 εκατ. ευρώ και με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης 2 ετών. Το έργο περιλαμβάνει την εγκατάσταση ιδιωτικού υποσταθμού και έχει ήδη προχωρήσει στο στάδιο της αδειοδότησης. Κι επειδή δεν γνωρίζω αν η περιοχή μπορεί να υποστηρίξει περισσότερους τους ενός ιδιωτικούς υποσταθμούς, λένε ότι δεν μπορεί, η παραπάνω επένδυση της εταιρείας αποτελεί ουσιαστικά μονόδρομο για τους ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων.

Κλείνοντας θέλω να επισημάνω για άλλη μια φορά ότι η επιλογή μισθωτή με σκοπό την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών δεν αποτελεί απλή απόφαση ούτε μπορεί να λαμβάνεται με κριτήριο το πρόσκαιρο κέρδος. Καλό είναι να εξετάζεται η ασφάλεια της επένδυσης και το πλάνο αδειοδότησης του επιχειρηματία, ώστε να αποφευχθεί η δέσμευση του αγρού στα λάθος χέρια και την απόρριψη πιθανώς ευνοϊκότερων για τον ιδιοκτήτη προτάσεων.

Μπάμπης Θ. Τριανταφυλλίδης